παραμπαίνω

παραμπαίνω
(αόρ. (ε)παραμπήκα) αμετ.
1) глубоко входить, проникать;

παραμπαίνω στο νόημα — быстро вникать, хорошо схватывать смысл;

2) часто заходить;

παραμπ. στο σπίτι του — я часто захожу к нему;

3) сильно садиться (об одежде);

παραμπήκε η φανέλλα — майка очень села;

§ μου παραμπήκε ντο ρουθούνι ( — или στη μύτη) — он у меня сидит в печёнках


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραμπαίνω" в других словарях:

  • παραμπαίνω — 1. εισέρχομαι, μπαίνω σε έναν χώρο πολύ ή συχνά («τα ζώα του παραμπαίνουν στο χωράφι μου») 2. (για ένδυμα) μικραίνουν πολύ οι διαστάσεις μου μετά από πλύσιμο, στενεύω ή κονταίνω πάρα πολύ («παραμπήκε η μπλούζα από τα πολλά πλυσίματα») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • παραμπαίνω — παραμπήκα, παραμπασμένος 1. μπαίνω κάπου πολύ συχνά ή περισσότερο από όσο πρέπει: Παραμπαίνει στο σπίτι σας ο νέος και η γειτονιά άρχισε να κουτσομπολεύει. 2. παρενοχλώ κάποιον: Του παραμπαίνεις του συνεταίρου σου και φοβούμαι πως θα τα χαλάσετε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραχώνω — παράχωσα, παραχώθηκα, παραχωμένος 1. σκεπάζω με χώμα, θάβω: Ακόμα βρίσκονται πού και πού παραχωμένες νάρκες. – Σκότωσαν τους άντρες του χωριού και τους παράχωσαν σ ένα λάκκο. 2. χώνω εξαιρετικά μέσα, πολύ βαθιά: Το παράχωσες το καρφί στον τοίχο.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»